- φαιδροτης
- φαιδρότης-ητος ἥ ясность духа, веселое настроение Isocr., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαιδρότης — brightness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρότησι — φαιδρότης brightness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρότησιν — φαιδρότης brightness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρότητα — φαιδρότης brightness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρότητας — φαιδρότης brightness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρότητες — φαιδρότης brightness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρότητι — φαιδρότης brightness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρότητος — φαιδρότης brightness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρότητα — η / φαιδρότης, ητος, ΝΜΑ [φαιδρός] ευθυμία, χαρά, ιλαρότητα νεοελλ. συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξη αρχ. λάμψη, ακτινοβολία («φαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
ՊԱՅԾԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0594 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 12c գ. λαμπρότης, φαιδρότης, διαυγία , ἕλλαμψις candor, splendor, fulgor, claritas. Պայծառ գոլն, եւ պայծառանալն. լուսափայլութիւն. լոյս. փայլումն. յստակութիւն. շքեղութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… … Православная энциклопедия